-
1 προστριβω
1) тереть, натирать, обтирать(τὰ βράγχια προστρίβοντα Arst.)
2) тж. med., перен. сообщать, уделять, придавать(τὸ ἀνθρώπειον πάθος τοῖς θεοῖς Diog.L.)
πλούτου δόξαν προστρίβεσθαί τινι Dem. — приписывать кому-л. богатство;τὰς αἰτίας τινὴ προστριβόμενος Plut. — сваливая на кого-л. вину3) преимущ. med. навлекать, налагатьπληγὰς προστρίβεσθαί τινι Arph. — наносить кому-л. побои4) med. причинять(συμφοράν τινι Dem.)
προστρίψασθαί τινι ἀνάγκην τινός Plut. — принудить кого-л. к чему-л. -
2 προστρίβω
A rub on or against: abs., προστρίβοντα by friction, Arist.HA 535b23:—[voice] Med., rub oneself against,τῷ τοίχῳ IG42(1).126.10
(Epid., ii A.D.):—[voice] Pass., to be rubbed on, Dsc.4.153; προστετριμμένος worn away, dulled,πρὸς ἄλλοισιν οἴκοις A.Eu. 238
.III more freq. in [voice] Med., mostly in bad sense, inflict or cause to be inflicted,πληγάς τισι Ar.Eq.5
; ; ;τὴν ὑποψίαν τῆς προδοσίας Plu.2.89f
:—[voice] Pass., , cf.Sammelb.5273.12 (v A.D.), PMonac.6.66 (vi A.D.).2 in good sense, πλούτου δόξαν προστρίψασθαι τοῖς κεκτημένοις attach to them the reputation of wealth, D.22.75, 24.183.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προστρίβω
-
3 Inflict
v. trans.P. and V. ἐπιβάλλειν (τί τινι), προστιθέναι (τί τινι), ἐπιφέρειν (τί τινι), προσβάλλειν (τί τινι), ἐπιτιθέναι (τί τινι), Ar. and P. προστρίβεσθαι (mid.) (τί τινι).Be inflicted ( of a fine): P. ἐπικεῖσθαι.Punishment is inflicted on a prating tongue: V. γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται (Æsch., P.V. 329).Newly inflicted ( of blows), adj.: V. νεότομος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Inflict
См. также в других словарях:
μάταιος — η ο, θηλ. και α, (ΑM μάταιος, ον, θηλ. και αία) (για λόγια ή πράξεις) άσκοπος, ανώφελος, άχρηστος, αυτός που δεν φέρνει αποτέλεσμα, ατελεσφόρητος (α. «παῡσαι λέγων λόγους ματαίους», Η ρόδ. β. «ἄνθρωποι δὲ μάταια νομίζομεν», Θέογν.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek